Thursday 18 September 2014

Θύμισες -Μια μικρή ιστορία-



Θυμάμαι ένα καλοκαιριάτικο χάραμα, εγώ και εκείνος καθισμένοι στην προβλήτα, μία ξύλινη προβλήτα βουτηγμένη στ΄αρμυρά νερά. Πάντα βγάζαμε τα παπούτσια και βάζαμε τα πόδια στο νερό, ήρεμα όμως μην τρομάξουμε τα ψάρια.
Εκείνος ψηλός με ατημέλητα μαλλιά και γένια , φορώντας πάντα ένα γκρι πουκάμισο και μια βερμούδα μπεζ, και γω με ένα απλό φανελάκι και ένα σκισμένο τζιν, θα μουν δεν θα μουν έξι. Και η θάλασσα  η θάλασσα ήρεμη, γαλήνια, μα μουντή σαν τον ουρανό με τα γκρι του σύννεφα, που ταίριαζαν με το πουκάμισό του.

Ένα καλάμι είχαμε και μία μπετονιά και είχαμε την αίσθηση πως είμαστε ψαράδες. Δεν μιλούσαμε, μα είμαι σίγουρος πως σκεφτόταν ότι σκεφτόμουνα και γω. Καθώς κοιτάζαμε τη θάλασσα χίλιες δύο σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό μου και το κεφάλι μου ένιωθα θ' άσπαγε. Εκείνος ήρεμος, το βλέμμα του κολλούσε στα νερά, λες και δεν ένιωθε τίποτε, λες και η ψυχή του έφευγε και έμενε μόνο σώμα. Αφηρημένος ή μήπως συγκεντρωμένος στο κενό; Ποιος ξέρει; Μοναδική κίνηση το τσιγάρο που έφερνε στο στόμα.

Θυμάμαι, μου έλεγε ιστορίες για τα παιδικά του χρόνια κι άλλες πάλι απ' όταν ήταν στα καράβια, άλλες ερωτικές κι άλλες με καυγάδες στις μπυραρίες που σύχναζε. Θυμάμαι όμως πιο έντονα απ΄όλες την ιστορία που μου λεγε για μια μικρή μελαχρινή στη Βενεζουέλα, ήτανε έλεγε όμοφρη, λεπτή, αέρινη η μορφή της, παρθένα γύρω στα δεκαεφτά. Μίλαγε και άκουγα την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή δυνατά, κι ο καπνός του τσιγάρου έβγαινε με αναστεναγμό απ΄το στόμα του. Ποτέ δεν με κοιτούσε μα εγώ τον έβλεπα που βούρκωνε. Βούρκωνε και τότε άλλαζε θέμα. Άλλες φορές δεν μίλαγε κι άναβε κι άλλο τσιγάρο, άλλωτε κουνούσε το κεφάλι του γελώντας, μα ποτέ δεν συνέχιζε την ιστορία, ποτέ δεν έμαθα το τέλος. Κι έτσι κάθε φορά της έδινα το δικό μου τέλος, εκείνο που που ένιωθα κάθε φορά πως ταίριαζε, πότε λυπηρό, πότε χαρούμενο, πότε ενδιαφέρον και πότε απρόσμενο. Δεν θα το αποκαλύψω όμως, όχι για να κρατήσω τη μαγεία για μένα αλλά για να φτίαξει ο καθένας τη δική του ιστορία.

Κι ύστερα θυμάμαι βγάζαμε και οι δύο τα ρούχα και βουτούσαμε χωρίς δισταγμό. Βουτούσαμε και παίζαμε με τα νερά και ξάφνου η διαφορά της ηλικίας μας σβηνόταν και οι δύο ήμασταν τότε παιδιά. Δεν ξέρω αν μ΄αγαπούσε, ποτέ άλλωστε δεν το 'χε πει, μα ξέρω πως του άρεσε να 'ναι μαζί μου και να σκορπάμε τις ώρες στον αέρα... 

Όταν σουρούπωνε πηγαίναμε στο δασάκι, θυμάμαι και καθόμασταν στο δεντρόσπιτό μας. Ξύλινο κι αυτό σαν την προβλήτα. Το ΄χαμε φτιάξει ένα πρωί του Μάρτη όταν εγώ ήμουν στα πέντε. Εκεί σ' εκείνο το δέντρο είχα τα πρώτα μου ακούσματα της ροκ σκηνής και την πρώτη μου επαφή με ταξιδιάρικους ποιητάδες. Καθόμασταν όσο πιο αναπαυτικά γινόταν και μου διάβαζε με τις ώρες ποιήματα. Ποιήματα που έλεγαν για ταξίδια με καράβια σε χώρες μακρινές κι άλλα που μιλούσαν για πράγματα που εγώ τότε δεν καταλάβαινα μα μου άρεσε ο ήχος τους στ΄αυτιά μου. Στιχάκια με νοήματα βαθιά και άλλα πάλι που γραφτήκαν για την πλάκα. Και όταν έβλεπε στα μάτια μου την πρώτη νυσταλέα σπίθα, άλλαζε θέμα πατούσε το κουμπί του ραδιοφώνου και τότε μεγάλοι κιθαρίστες άρχιζαν τη συναυλία τους. Εκεί σ ΄εκείνο το δέντρο έμαθα τους πρώτους ξένους στίχους το τί θα πει σολάρισμα, τί πένα και τί μπάσσο. Σ 'εκείνο το δέντρο έμαθα όλα τα τραγούδια των σκορπιών και τα ξεστώμιζα μαζί τους. Και ξαφνικά ένα ουράνιο τόξο εμφανιζόταν και έλεγε μια ιστορία για ένα τέμπλο ενός βασιλιά κι μετά κάποιοι μας καλοσόριζαν στον σημερινό «μηχανικό» κόσμο. Κι ύστερα, χανόμασταν ώρες ατελείωτες μέσα σ΄ένα μωβ βαθύ εγώ, εκείνος και το όνειρό μας.

Το πρώτο αστράκι ξεμύτιζε στον ουρανό και μεις ακόμα εκεί να ακούμε τους γερόλυκους να ροκάρουν και το μυαλό ταξίδευε σε πολιτείες άλλες. Ύστερα φεύγαμε, έπρεπε, έλεγε, να πάω να ξεκουράσω τα βλέφαρά μου....
Ποτέ δεν με νανούριζε, ήμουν αρκετά μεγάλος για νανούρισμα βέβαια, μα είχε το δικό του τρόπο να με κοιμίζει.Όχι, δεν μου διάβαζε παραμυθάκια μα με ταξίδευε με ένα σύννεφο στη χώρα με τους ευχούλιδες και στο χωριό με τους σοκολατένιους δρόμους και τα σπίτια με τις ζαχαρωτές σκεπές. Ήταν η Ζαχαρούπολη. Εκεί με πήγαινε κάθε βράδυ και μου έδινε καραμέλες απ΄τα καραμελόδεντρα, σοκολάτες απ' τα σοκάκια και σαντιγή από τα «χιονισμένα» βουνά. Αυτός ήταν ο μύθος του και ομολογώ είχε ταλέντο στα παραμύθια!

Μια δεκαετία πέρασε κι όλα πια έχουν αλλάξει, μια δεκαετία και τίποτε ίδιο. Η προβλήτα βυθίστηκε, ήταν άλλωστε ετοιμόρροπη, το δεντρόσπιτο κάηκε, είναι αλήθεια της φωτιάς της αρέσει να φλερτάρει με το ξύλο, οι κιθάρες ξεκούρδιστες και οι συγχωρδίες παράτονες. Το σύννεφο διαλύθηκε και έγινε βροχή, βροχή που έλιωσε τη Ζαχαρούπολη...

Μα λένε, μετά από κάθε βροχή βγαίνει ένα τόξο πολύχρωμο ψηλά στον ουρανό. Άραγε αυτή τη φορά να βγει ή μήπως η βροχή δυναμώσει, γίνει καταιγίδα, η καταιγίδα νεροποντή, πλυμμήρα και η πλυμμήρα κατακλεισμός; Ποιος ξέρει;

Και τωρα να ! Χαράζει ...
Και γω εδώ να προσπαθώ να φτιάξω ένα μύθο..
Να τον στολίσω,
να τον πετάξω στον αέρα,
να τον διαλύσω.


2005