Sunday 28 September 2014

Complexity

Purple iridescent reflections
in a pallet
with all the shades of grey

The idealisation of superego
through million reflections
of
red pain

Complexity
and the meaning is lost

Wednesday 24 September 2014

μωβ

Μωβ ιριδίζουσες αντανακλάσεις
σε μια παλέτα με όλους τους τόνους του γκρι

Η εξιδανίκευση του υπερεγώ
υπό το πρίσμα πολλαπλών αντανακλάσεων
κόκκινου πόνου

Πολυπλοκότητα
και το Νόημα χάθηκε .

Tuesday 23 September 2014

Καρφίτσα

Ζεις σε μια πλάνη
μαγεμμένος από αστρικούς ορίζοντες
κρατάς στον ήλιο στα χέρια
και μιλάς με πεταλούδες
Χορεύεις το χορό του χρυσού ελαφιού
πετάς ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων
και ταξιδέυεις σε μελάγχολικές μελωδίες
Ταιριάζεις χρώματα με λέξεις
και ζωγραφίζεις πίνακες ουρανό
Ξεφουσκώνεις τα σύννεφα και πλυμμηρίζεις βροχή όλη τη γη

Ιριδίζον φεγγάρι αντικατοπτρίζει το λευκό φως
μα η καρφίτσα χάθηκε
Πώς θα τρυπίσεις τα σύννεφα τώρα
Τώρα που η πλάση σε άφησε
η μαγεία έσβησε
τώρα που οι πεταλούδες αλλάξανε φτερά
τώρα που ήρθε φθινόπωρο και τα φυλλώματα έγιναν ένα με το χώμα
τώρα που οι μελωδίες φλερτάρουν τη σιωπή

Χάθηκε η καρφίτσα μέσα στο μπλε όλης της γης
πώς να στερέψει το γαλάζιο
είναι το μόνο χρώμα που λατρεύει ο θεός
... το 'χει πει βλέπεις κι ο Ποιητής.

Monday 22 September 2014

'' Ό,τι μας στοιχειώνει'' του Γιώργου Καββαδία



Εικόνες , εικόνες και άλλες εικόνες ..
Κοριτσιών που τους χαιδεύει ο αέρας τα μαλλιά κι η θάλασσα αφήνει την αρμύρα της πάνω τους. Μορφές από το παρελθόν που επιβίωσαν, χρώματα που ξεθώριασαν στο σήμερα . Νόστος ο χρόνος που φεύγει και αφήνει στο παρόν παραμύθια θύμισες ταυτόσημα ζωής. Παλιές μουσικές που συντροφεύουν την μοναξιά κι ευφήμερα χαμόγελα που λυτρώνουν για λίγο τη σκέψη μιας θλίψης.
Ένας καμβάς φυλαχτό , και η διάθλαση ενός χαμένου έρωτα , δυό μάτια που δεν ξέχασες ποτέ.

Ό,τι μας στοιχειώνει σε εκατό σελίδες ,ένα στοιχειό σε κάθε μια.
Συλλογή που εξαγνίζει την ψυχή και καθιλώνει ειδίως όταν ξέρεις την ηλικία του συγγραφέα .


''Ξαπλωμένοι στο έδαφος , 
νιώθοντας την πλήρη δροσιά κι τη στοργή του δάσους
χαρούμενοι κι ονειροπόλοι ξέγνιαστοι και σκεπτόμενοι 
...
κάπου εδώ κάποτε κρύβονταν τα τελώνια και τα ξωτικά 
τα θυμάμαι σαν τώρα εικονογραφημένα
μένα τσουκάλι γεμάτο κέρματα 
και τον κόκκινο σκούφο ίσα ίσα να καλύπτει τ'αυτιά τους''


''άσπρο και μαύρο στην παλέτα σου 
και όλο ζωγρφίζεις ζωγρφίζεις''

''και εσύ πάντα η ίδια εσύ 
θα κάθεσαι στο βράχο ήρεμη 
λίγο σκεπτική μα πάντα γοητευτική 
θ 'ατενίζεις τα επόμενα , τα προηγούμενα , τα σημερινά''

''Η λογική ξεπερνιέται εύκολα , γίνεται φαντασία''

''Δες το φεγγάρι 
είναι σαν τα μάτια του παιδιού 
που συναντίσαμε στην άκρη του δρόμου εχθές 
Θυμάσαι ''



http://www.nyxteridas.gr/index.php/poiisi/thirdcollection

Thursday 18 September 2014

Θύμισες -Μια μικρή ιστορία-



Θυμάμαι ένα καλοκαιριάτικο χάραμα, εγώ και εκείνος καθισμένοι στην προβλήτα, μία ξύλινη προβλήτα βουτηγμένη στ΄αρμυρά νερά. Πάντα βγάζαμε τα παπούτσια και βάζαμε τα πόδια στο νερό, ήρεμα όμως μην τρομάξουμε τα ψάρια.
Εκείνος ψηλός με ατημέλητα μαλλιά και γένια , φορώντας πάντα ένα γκρι πουκάμισο και μια βερμούδα μπεζ, και γω με ένα απλό φανελάκι και ένα σκισμένο τζιν, θα μουν δεν θα μουν έξι. Και η θάλασσα  η θάλασσα ήρεμη, γαλήνια, μα μουντή σαν τον ουρανό με τα γκρι του σύννεφα, που ταίριαζαν με το πουκάμισό του.

Ένα καλάμι είχαμε και μία μπετονιά και είχαμε την αίσθηση πως είμαστε ψαράδες. Δεν μιλούσαμε, μα είμαι σίγουρος πως σκεφτόταν ότι σκεφτόμουνα και γω. Καθώς κοιτάζαμε τη θάλασσα χίλιες δύο σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό μου και το κεφάλι μου ένιωθα θ' άσπαγε. Εκείνος ήρεμος, το βλέμμα του κολλούσε στα νερά, λες και δεν ένιωθε τίποτε, λες και η ψυχή του έφευγε και έμενε μόνο σώμα. Αφηρημένος ή μήπως συγκεντρωμένος στο κενό; Ποιος ξέρει; Μοναδική κίνηση το τσιγάρο που έφερνε στο στόμα.

Θυμάμαι, μου έλεγε ιστορίες για τα παιδικά του χρόνια κι άλλες πάλι απ' όταν ήταν στα καράβια, άλλες ερωτικές κι άλλες με καυγάδες στις μπυραρίες που σύχναζε. Θυμάμαι όμως πιο έντονα απ΄όλες την ιστορία που μου λεγε για μια μικρή μελαχρινή στη Βενεζουέλα, ήτανε έλεγε όμοφρη, λεπτή, αέρινη η μορφή της, παρθένα γύρω στα δεκαεφτά. Μίλαγε και άκουγα την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή δυνατά, κι ο καπνός του τσιγάρου έβγαινε με αναστεναγμό απ΄το στόμα του. Ποτέ δεν με κοιτούσε μα εγώ τον έβλεπα που βούρκωνε. Βούρκωνε και τότε άλλαζε θέμα. Άλλες φορές δεν μίλαγε κι άναβε κι άλλο τσιγάρο, άλλωτε κουνούσε το κεφάλι του γελώντας, μα ποτέ δεν συνέχιζε την ιστορία, ποτέ δεν έμαθα το τέλος. Κι έτσι κάθε φορά της έδινα το δικό μου τέλος, εκείνο που που ένιωθα κάθε φορά πως ταίριαζε, πότε λυπηρό, πότε χαρούμενο, πότε ενδιαφέρον και πότε απρόσμενο. Δεν θα το αποκαλύψω όμως, όχι για να κρατήσω τη μαγεία για μένα αλλά για να φτίαξει ο καθένας τη δική του ιστορία.

Κι ύστερα θυμάμαι βγάζαμε και οι δύο τα ρούχα και βουτούσαμε χωρίς δισταγμό. Βουτούσαμε και παίζαμε με τα νερά και ξάφνου η διαφορά της ηλικίας μας σβηνόταν και οι δύο ήμασταν τότε παιδιά. Δεν ξέρω αν μ΄αγαπούσε, ποτέ άλλωστε δεν το 'χε πει, μα ξέρω πως του άρεσε να 'ναι μαζί μου και να σκορπάμε τις ώρες στον αέρα... 

Όταν σουρούπωνε πηγαίναμε στο δασάκι, θυμάμαι και καθόμασταν στο δεντρόσπιτό μας. Ξύλινο κι αυτό σαν την προβλήτα. Το ΄χαμε φτιάξει ένα πρωί του Μάρτη όταν εγώ ήμουν στα πέντε. Εκεί σ' εκείνο το δέντρο είχα τα πρώτα μου ακούσματα της ροκ σκηνής και την πρώτη μου επαφή με ταξιδιάρικους ποιητάδες. Καθόμασταν όσο πιο αναπαυτικά γινόταν και μου διάβαζε με τις ώρες ποιήματα. Ποιήματα που έλεγαν για ταξίδια με καράβια σε χώρες μακρινές κι άλλα που μιλούσαν για πράγματα που εγώ τότε δεν καταλάβαινα μα μου άρεσε ο ήχος τους στ΄αυτιά μου. Στιχάκια με νοήματα βαθιά και άλλα πάλι που γραφτήκαν για την πλάκα. Και όταν έβλεπε στα μάτια μου την πρώτη νυσταλέα σπίθα, άλλαζε θέμα πατούσε το κουμπί του ραδιοφώνου και τότε μεγάλοι κιθαρίστες άρχιζαν τη συναυλία τους. Εκεί σ ΄εκείνο το δέντρο έμαθα τους πρώτους ξένους στίχους το τί θα πει σολάρισμα, τί πένα και τί μπάσσο. Σ 'εκείνο το δέντρο έμαθα όλα τα τραγούδια των σκορπιών και τα ξεστώμιζα μαζί τους. Και ξαφνικά ένα ουράνιο τόξο εμφανιζόταν και έλεγε μια ιστορία για ένα τέμπλο ενός βασιλιά κι μετά κάποιοι μας καλοσόριζαν στον σημερινό «μηχανικό» κόσμο. Κι ύστερα, χανόμασταν ώρες ατελείωτες μέσα σ΄ένα μωβ βαθύ εγώ, εκείνος και το όνειρό μας.

Το πρώτο αστράκι ξεμύτιζε στον ουρανό και μεις ακόμα εκεί να ακούμε τους γερόλυκους να ροκάρουν και το μυαλό ταξίδευε σε πολιτείες άλλες. Ύστερα φεύγαμε, έπρεπε, έλεγε, να πάω να ξεκουράσω τα βλέφαρά μου....
Ποτέ δεν με νανούριζε, ήμουν αρκετά μεγάλος για νανούρισμα βέβαια, μα είχε το δικό του τρόπο να με κοιμίζει.Όχι, δεν μου διάβαζε παραμυθάκια μα με ταξίδευε με ένα σύννεφο στη χώρα με τους ευχούλιδες και στο χωριό με τους σοκολατένιους δρόμους και τα σπίτια με τις ζαχαρωτές σκεπές. Ήταν η Ζαχαρούπολη. Εκεί με πήγαινε κάθε βράδυ και μου έδινε καραμέλες απ΄τα καραμελόδεντρα, σοκολάτες απ' τα σοκάκια και σαντιγή από τα «χιονισμένα» βουνά. Αυτός ήταν ο μύθος του και ομολογώ είχε ταλέντο στα παραμύθια!

Μια δεκαετία πέρασε κι όλα πια έχουν αλλάξει, μια δεκαετία και τίποτε ίδιο. Η προβλήτα βυθίστηκε, ήταν άλλωστε ετοιμόρροπη, το δεντρόσπιτο κάηκε, είναι αλήθεια της φωτιάς της αρέσει να φλερτάρει με το ξύλο, οι κιθάρες ξεκούρδιστες και οι συγχωρδίες παράτονες. Το σύννεφο διαλύθηκε και έγινε βροχή, βροχή που έλιωσε τη Ζαχαρούπολη...

Μα λένε, μετά από κάθε βροχή βγαίνει ένα τόξο πολύχρωμο ψηλά στον ουρανό. Άραγε αυτή τη φορά να βγει ή μήπως η βροχή δυναμώσει, γίνει καταιγίδα, η καταιγίδα νεροποντή, πλυμμήρα και η πλυμμήρα κατακλεισμός; Ποιος ξέρει;

Και τωρα να ! Χαράζει ...
Και γω εδώ να προσπαθώ να φτιάξω ένα μύθο..
Να τον στολίσω,
να τον πετάξω στον αέρα,
να τον διαλύσω.


2005

Sunday 14 September 2014

''Το λευκό και οι αποχρώσεις του'' της Βασιλικής Μελισσουργού

''Θα ανάψω κεράκια
κι επίτρεψέ μου
να σε διαβάσω απόψε ''


Πρόσκληση στον Έρωτα . Στον έρωτα που σε πέρνει σαν άνεμος και σε σκορπάει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα . Στον έρωτα που μπήκε σαν κλέφτης και σου άφησε το σπίτι ακατάστατο πέρνοντάς σου τα πιο πολύτιμα.
Παρουσία , απουσία , πόνος , τυράννια .
Εικόνες , κυρίως λευκές με λίγο κόκκινο και μια δροσιά από δάκρια .
Αν και στέρεψαν τα δικά της.
Μικρές ,κοφτές ανάσες , δόσεις ελπίδας και ίσως σιγουριάς .
Πηγές χρωμάτων , πληγές , σιωπή, κραυγιές, φίλοι , εχθροί, δαιμόνια , με πανταχού παρούσα την απουσία . Θάλασσες , όνειρα , άδεια σεντόνια και προσευχές.
Αντίκρι στο ψέμα αναζητά την αλήθεια , το συναίσθημα που κρύβεται στο δόσιμο , στο αλισβερίσι των ψυχών .



''Ξεφάντωσα με τη χαρά και 
άφησα τη λύπη να με μάθει τα δικά της. 
Είναι, που κατά βάθος τυραννιέμαι.''

''Η μυστική πόρτα να ξεκλειδώνει.
Ν’ ανοίγει, να επιτρέπει την είσοδο.
Δεν έχει σημασία η αξία, αλλά 
το δόσιμο. 
Να προσφέρεσαι, να φέρεσαι 
μεγαλόψυχα. 
Να πλουτίζεις τον κόσμο. 
Να σκάβεις το χώμα των ψυχών, 
να φυτεύεις ζωές για 
ν’ ανθίσουν. ''

Σε διάβασα χωρίς κεράκια , άναψε φωτιές στο μυαλό μου η πένα σου !
Ταυτίστηκα , όποιος πόνεσε απο έρωτα μα ονειρέυεται ακόμα , το ίδιο θα κάνει .

''Αφού απεχθάνομαι το ψέμα, 
γιατί στέκομαι στην 
άκρη του γκρεμού 
και περιμένω τον έρωτα ;''

''Μα ποιός είπε πως τα όνειρα 

πεθαίνουν την αυγή;''


Εκδόσεις  Www.saiti.gr


Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ - Ο συγγραφέας Γιώργος Κατσέλης στο Nickelodeon - Αύγο...

Sunday 7 September 2014

Νέα ΓΗ

Άμμος υγρή
χιόνι βροχή
σύννεφα γελούν
χειροβομβίδες πετούν

Λάβα καυτή
του αγγέλου η φωνή
νεκρταφεία ναοί
κι ωρες ολόκληρες το λεωφορείο να φανεί

Κλάμμα δυνατό
του γέροντα ροχαλιτό
cd- rom sites ανέσεις
και κάποιοι κάνουν ενέσεις

aircodition τζάκια καλοριφέρ
περιοδικά διαφημίσεις αμορτισέρ
φεράρρι τζάγκουαρ ρενό
και άλλοι δεν έχουν ούτε νερό

Στίχους γράφει για την πληγωμένη γη
και ο πλανητάρχης σερφάρει στον υπολογιστή

2001

Αντίθεση

Ξανθές ανταύγιες βαμμένες με κόκκινο χρώμα
ροζ τριαντάφυλλα πεσμένα στο χώμα

Ξεχασμένα φιλιά σε άδεια σπηλιά
μια καρδιά χτυπά δυνατά σε άψυχο σώμα


2001

Friday 5 September 2014

Κάπου ανάμεσα

Κάπου ανάμεσα παράδεισου και κόλασης
άφησα όσα δεν θέλω ν΄αντικρίσω
και τώρα ψάχνω στα βάθυ μίας όασης
του ουρανού την πυρωμένη αγκαλιά για ν΄ακουμπήσω

Κάπου ανάμεσα σε ενοχές και δάκρυ
άφησα το σκοτεινό της ψυχής μου κομμάτι
μα μελωδίες φέρνουν στο σήμερα το χτες
και τα όνειρα βυθίζονται στου ονείρου τις ακτές

Οι νότες είναι ελάσσονες θυμίζουν
κάτι τέλος πάντων που δεν μπορώ να εκφράσω
σκιές στον τοίχο απεικονίζουν
κάτι που δεν φαίνεται μα θα το εικάσω

........

Κάπου ανάμεσα σε όνειρο κι αλήθεια
μπορώ να διακρίνω μία λεπτή κλωστή
δεν ξέρω τάχα τι λεν τα παραμύθια
ξέρω μονάχα πως είμαι στην αρχή

Wednesday 3 September 2014

Βόλτα

Είναι οι στιγμές μικρές κραυγές
σε μια ατελείωτη σιωπή από γαλήνη
Είναι ο φόβος δυνατός
κρότος μικρός βουβή οδύνη
Είναι ο πόνος ανεκτός
τα όνειρα κι ελπίδες μειώνουν κάθε πόνο
μες στην ψυχή κρύος καιρός
φορτίο βαρύ πάνω απ΄το χρόνο

Θέλεις να πάμε μια βόλτα με τ΄αμάξι
να δουμε την πόλη απο ψηλά
να μη μιλάμε να μη γελάμε
να κλάψουμε ο ένας στ΄αλλουνού την αγκαλιά

Μήπως θα ήθελες μια βόλτα μέχρι τ΄άστρα
είναι ό,τι πιο όμορφο μπορώ να σου χαρίσω
με μια ματιά σε μια στιγμή χωρίς να σου μιλήσω
θα ανέβουμε εκεί ψηλά στου ουρανού τα κάστρα

Tuesday 2 September 2014

Στρώσε με νυχτολούλουδα

Στρώσε με νυχτολούλουδα το δρόμο που διαβαίνω
πάρε μια στάλα δάκρυ μου μάθε με ν΄ανασαίνω

Δως μου και δυο φιλιά καλά θα τα κρατήσω
δεν θα ρωτήσω τίποτα τίποτα θα ρωτήσω

Βάλε μου δυο φτερά, στον ήλιο μη καούνε
φτιάξε και μου κι ένα φυλαχτό φωνές να αντηχούνε

Κι έλα να φύγουμε μαζί στ΄ονείρου το ταξίδι
τίποτα μην μας πονά τίποτα μη μας πνίγει

Εγώ εσύ και τ΄όνειρο μοναδική αλήθεια
και δείξε μου τη διαφορά μ΄ωραία παραμύθια